γραμματηφόρων

γραμματηφόρων
γραμματηφόρος
letter-carrier
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προπομπή — η, ΝΜΑ [προπέμπω] το να συνοδεύει κανείς κάποιον που αποχωρεί, ξεπροβόδισμα («ἀπέπεμψαν αὐτὸν οἴκαδε προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», Ξεν.) μσν. αρχ. πομπή και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική παρέλαση β) λιτανεία γ) νεκρώσιμη πομπή αρχ. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”